- χατμάνος
- ο атаман
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χατμάνος — και χετμάν και χετμάνος, ο, Ν (στους Κοζάκους) 1. τίτλος συγγενής προς αυτόν τού αταμάνου 2. φρ. «χετμάν βιέλκι» ο ηγέτης τών στρατιωτικών δυνάμεων και ο διοικητής στο πεδίο τής μάχης, όταν απουσίαζε ο βασιλιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. hetman <… … Dictionary of Greek
χετμάνος — ο, Ν βλ. χατμάνος … Dictionary of Greek